επταβόειος

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

ἑπταβόειος, -ον (Α)
1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» — ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.).