ερίνεος

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

ἐρίνεος, -α, -ον (AM
Α ιων. τ. και εἰρίνεος, -η, -ον και ἔρινος, -η, -ον) έριον
μάλλινος, από μαλλί («εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύνει» — φορεί μάλλινο χιτώνα, Ηρόδ.).