εργένης

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. εργένισσα
άγαμος ή χωρισμένος που ζει μόνος του χωρίς οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ergen].