ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ο, θηλ. εργένισσαάγαμος ή χωρισμένος που ζει μόνος του χωρίς οικογένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ergen].