εργαστήρι
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
και αργαστήρι, το
1. εργαστήριο, όπου εργάζονται ομαδικά τεχνίτες ή εργάτες
2. το εργαστήριο γλύπτη, ζωγράφου, τεχνίτη κ.λπ.