Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εριούχος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που περιέχει έριο, ο μάλλινος
2. το ουδ. ως ουσ. το εριούχο
ύφασμα από έριο, ερέα, μάλλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Αναστ. Κωνσταντινίδη].