οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἐριπτοίητος, -ον (Α)αυτός που πτοείται, που φοβάται υπερβολικά, ο έντρομος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. πρόθημα ερι- + πτοητός (< πτοώ)].