Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(AM ἐρυθραίνω
Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) ερυθρός
1. κάνω κάτι κόκκινο
2. είμαι κόκκινος
3. παθ. ερυθραίνομαι
κοκκινίζω
αρχ.
(για καρπό) ωριμάζω («ἡ τέρμινθος... χλοερόν ἐνέγκασα μετά ταῦτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.).