ερυθραυγής
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
ἐρυθραυγής, -ές (Μ)
(για χαλκό) αυτός που εκπέμπει κόκκινη λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -αυγής < αυγή].
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
ἐρυθραυγής, -ές (Μ)
(για χαλκό) αυτός που εκπέμπει κόκκινη λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -αυγής < αυγή].