ερυθραυγής

From LSJ

Greek Monolingual

ἐρυθραυγής, -ές (Μ)
(για χαλκό) αυτός που εκπέμπει κόκκινη λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -αυγής < αυγή].