ερωτικοπόθος

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source

Greek Monolingual

ἐρωτικοπόθος, -ον (Μ)
αυτός που αισθάνεται ή προκαλεί ερωτικό πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + πόθος.