εταστής
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
ἐταστής, ὁ (ΑΜ) ετάζω
εξεταστής, κριτής
μσν.
εκτελεστής.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
ἐταστής, ὁ (ΑΜ) ετάζω
εξεταστής, κριτής
μσν.
εκτελεστής.