εξεταστής

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) εξετάζω
νεοελλ.
1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ.
2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους
αρχ.-μσν.
κριτής, δικαστής
αρχ.
1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών
2. (στην Αθήνα) αυτός που είχε ως καθήκον να ελέγχει τη μισθοδοσία τών μισθοφορικών στρατευμάτων.