ευγενία

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η (Α εὐγενία)
νεοελλ.
δέντρο τών θερμών χωρών της Ασίας και της Αμερικής που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό ή καρποφόρο της οικογένειας myrtaceae
αρχ.
η ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευγένεια].