ευγενία

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source

Greek Monolingual

η (Α εὐγενία)
νεοελλ.
δέντρο τών θερμών χωρών της Ασίας και της Αμερικής που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό ή καρποφόρο της οικογένειας myrtaceae
αρχ.
η ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευγένεια].