ευγένεια
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
και ευγενειά, η (ΑΜ εὐγένεια, Α και εὐγενία)
1. η καταγωγή από αρχοντική γενιά
2. η λεπτότητα τών τρόπων, η πολιτισμένη συμπεριφορά
3. τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου, η ευγενική μορφή
4. η γενναιοφροσύνη, το υψηλό φρόνημα
5. (για ζώα) η καθαρόαιμη ράτσα
νεοελλ.-μσν.
ως τιμητική προσφώνηση («η ευγένειά σας», «πρὸς τὴν σὴν εὐγένειαν»)
μσν.
1. το να είναι κάποιος γεννημένος από ελεύθερους γονείς
2. η υπερηφάνεια
αρχ.-μσν.
δόξα, μεγαλείο
αρχ.
1. η εξαιρετική ποιότητα
2. (για ύφος) η μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευγένεια < ευγενεσ-ια
ευγενία < ευγεν-ία].