βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
εὐηφενής, -ές (Α)εύπορος, πλούσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άφενος (το) «πλούτος»].