ευλογοφάνεια
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐλογοφάνεια) ευλογοφανής
το να φαίνεται κάτι εύλογο, πιθανό, η αληθοφάνεια.