αληθοφάνεια
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
Greek Monolingual
η αληθοφανής
το να είναι κάτι φαινομενικά αληθές, να έχει επιφανειακή ομοιότητα με την αλήθεια.