αληθοφάνεια

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

η αληθοφανής
το να είναι κάτι φαινομενικά αληθές, να έχει επιφανειακή ομοιότητα με την αλήθεια.