ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
η (ΑΜ εὐλογοφάνεια) ευλογοφανήςτο να φαίνεται κάτι εύλογο, πιθανό, η αληθοφάνεια.