Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
εὐμενίδες, αἱ (Α)
1. (ενν. θεαί) ευμενείς θεές (Ερινύες)
2. τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -ίς / -ίδες. Χρησιμοποιήθηκε ευφημιστώς για τις Ερινύες].