ευτράχηλος

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

εὐτράχηλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραίο τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τράχηλος.