εφυαλώνω

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

επιχρίω μετάλλινα ή πήλινα σκεύη με υαλώδες επίχρισμα, σμαλτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑαλώνω (< ὕαλος) διάφορο του εμ-φιαλ-ώνω (< φιάλη)].