διάφορο

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

το (AM διάφορον)
τόκος χρημάτων («έβαλα τα χρήματα μου στο διάφορο»)
νεοελλ.
1. κέρδος, ωφέλεια, συμφέρον («δε θέλει δίχως διάφορο οι κοπανιές να πηαίνουν», Ερωτόκρ.)
2. στον πληθ. τα διάφορα
ειδική στήλη σε εφημερίδα όπου κατατάσσονται ποικίλα σύντομα δημοσιεύματα
3. φρ. α) «το διάφορο ξυπνάει τον ναύτη» — η ελπίδα δηλαδή για κέρδος του δίνει δύναμη
β) «πήρε τον κόπο διάφορο» — δεν πήρε καμιά αμοιβή για τη δουλειά του
γ) «το πολύ το διάφορο τρώει και το κεφάλι» — όταν ο τόκος είναι υπερβολικός ο τοκιστής κινδυνεύει να χάσει και το κεφάλαιο
αρχ.
1. διαφορά, ανομοιότητα («σμικρόν τι τὸ διάφορο εὕροι τις ἄν», Ηρόδ.)
2. ό,τι αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος («τῶν ἡμῖν ἐς τὰ μέγιστα διαφόρων», Θουκ.)
3. διαφωνία, διένεξη, διαφοράἕνεκα τῶν αὐτοῖς ἰδίᾳ διαφόρων», Θουκ.)
4. μεταφορικά έξοδα
5. (αναφορικά με χρήματα)
6. διαφορά, υπόλοιπο
7. δαπάνη, κατανάλωση
8. χρηματικές απώλειες
9. χρηματικό ποσό
10. χρήμα ρευστό
11. τιμή αγοράς, αξία.