επίχρισμα
From LSJ
το (AM ἐπίχρισμα) επιχρίω
αλοιφή
νεοελλ.
1. μαλακό μίγμα, σοβάς, με το οποίο καλύπτονται οι επιφάνειες τοίχου, τεχνικού έργου κ.λπ. για καλλωπισμό ή προφύλαξη από τις καιρικές συνθήκες
2. στρώμα λευκωπής ύλης που καλύπτει τη γλώσσα σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις.