εχέπικρος

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐχέπικρος, -ον (Μ)
(κατά τον Ευστ.) εχεπευκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + πικρός.