ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ἐχιδνόκομος, -ον (Α)αυτός που έχει μαλλιά από έχιδνες ή σαν έχιδνες, ο φιδόμαλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κομος (< κόμη «μαλλιά»)].