εύγραμμος

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔγραμμος, -ον)
1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές
2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα
αρχ.
1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῦ λόγου»)
2. το αρσ. ως ουσ.εὔγραμμος
ο καλλιγράφος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγραμμον
η ωραία εμφάνιση, η αρμονική γραμμή («τῶν ὀφρύων τὸ εὔγραμμον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύγραμμος, καλλίγραμμος].