εύδηλος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔδηλος, -ον)
ο εντελώς φανερός, ο ολοφάνερος («εὔδηλόν ἐστί ὅτι...» — είναι ολοφάνερο ότι...)
αρχ.
ευδιάκριτοςεὔδηλος ρυθμός», Αριστοτ.)
(«εὔδηλα γράμματα» — ευανάγνωστα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δήλος «φανερός»].