ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
εὔδικος, -ον (Α)δίκαιος, χρηστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δικος (< δίκη), πρβλ. άδικος, φιλόδικος, φυγόδικος].