Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
εὔδικος, -ον (Α)δίκαιος, χρηστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δικος (< δίκη), πρβλ. άδικος, φιλόδικος, φυγόδικος].