εἰλητάριον
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ου, τό
cirug. especie de venda o tira enrollable para la aplicación de cataplasmas ἐμπλασσομένη εἰληταρίοις Aët.15.14 (p.55), cf. Hsch.s.u. φαιλόνης.