εἰσαφύομαι

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Spanish (DGE)

(εἰσᾰφύομαι)
• Prosodia: [-ῠ-]
sacar, extraer ὕδωρ τ' εἰσαφύσαντο A.R.4.1692.