εἰσελεύσομαι

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

French (Bailly abrégé)

v. εἰσέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰσελεύσομαι: fut. к εἰσέρχομαι.