εὐνούχιον

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek (Liddell-Scott)

εὐνούχιον: τό, εἶδος θρίδακος, μαρουλίου, = ἀστυτὶς ἢ ἀστῦτις, Πλιν. Η. Ν. 19. 8.