στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
εὐνούχιον: τό, εἶδος θρίδακος, μαρουλίου, = ἀστυτὶς ἢ ἀστῦτις, Πλιν. Η. Ν. 19. 8.