οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
ζωμοποιῶ, -έω (Α) ζωμοποιόςπαρασκευάζω ζωμό, κάνω σάλτσα, ζωμεύω.