ζωμεύω
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
(ζωμός) boil into soup, κρεᾴδια ἐζωμευμένα Id.Fr.591, cf. Phryn.PS p.68 B.:—Pass., Hp.Int.35, Dsc.Eup.2.122:
German (Pape)
[Seite 1143] mit einer Brühe bereiten, kochen, Hippocr.; ἐζωμευμένα κρέα, Ar. Poll. 7, 26 u. B. A. 38.
French (Bailly abrégé)
préparer avec du jus ou du bouillon.
Étymologie: ζωμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωμεύω [ζωμός] in bouillon koken.
Russian (Dvoretsky)
ζωμεύω: варить в супе: κρεάδια ἐζωμευμένα Arph. приготовленное в супе или в соусе мясо.
Greek Monolingual
ζωμεύω (Α) ζωμός
βράζω στον ζωμό ή παρασκευάζω με ζωμό.
Greek Monotonic
ζωμεύω: (ζωμός), βράζω και φτιάχνω κάτι σε σούπα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ζωμεύω: (ζωμὸς) βράζω μεταβάλλω εἰς ζωμόν, κρεάδια ἐζωμευμένα, ἐζωμοποιημένα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, πρβλ. Α. Β. 38· οὕτως ἐν Ἱππ. 551. 34.