ημίσπαστος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο κατά το ήμισυ αποσπασμένος, μισοξεκολλημένος
2. (κατ' επέκτ.) μισοκατεστραμμένος.