Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἡμιεκφανής, -ές (Α)αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + εκφανής].