εκφανής
From LSJ
Greek Monolingual
-ές (AM ἐκφανής, -ές)
1. αυτός που εξέχει ανάμεσα στους άλλους ώστε να φαίνεται καλά, ο φανερός, ο εναργής, ο σαφής
2. επιφανής, περιφανής, ένδοξος, περίφημος
αρχ.
Ι. 1. αυτός που φανερώνει τον εαυτό του, κατάδηλος, σαφής
2. ως ουσ. τὰ ἐκφανῆ
εικόνες κατασκευασμένες με γλύφανο, σκαλισμένες
II. επίρρ. εκφανὼς
ολοφάνερα, με ενάργεια, με σαφήνεια, καταφανώς.