ημιμορφία

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

η
(κρυσταλλ.) το φαινόμενο του σχηματισμού κρυστάλλων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από έλλειψη εγκάρσιου επιπέδου συμμετρίας καθώς και κέντρου συμμετρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hemimorphie < hemi- (πρβλ. ημι-) + -mor-phie (πρβλ. -μορφια < -μορφος < μορφή)].