ημιτομίας

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192

Greek Monolingual

ἡμοτομίας, ὁ (Α)
ο κατά το ήμισυ ευνούχος, ο μισοευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τομίας «ευνούχος» (< τέμνω)].