ημιτομίας

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ἡμοτομίας, ὁ (Α)
ο κατά το ήμισυ ευνούχος, ο μισοευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τομίας «ευνούχος» (< τέμνω)].