οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
ἠπιαλώδης, -ῶδες (Α) [[[ηπίαλος]])φρ. «ἠπιαλώδης πυρετός» (πυρετός με ρίγη, Ιπποκρ.).