ηπιαλώδης

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ἠπιαλώδης, -ῶδες (Α) [[[ηπίαλος]])
φρ. «ἠπιαλώδης πυρετός» (πυρετός με ρίγη, Ιπποκρ.).