ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
ἠπιόθυμος, -ον (Α)ο πράος στη διάθεση, ο ήμερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -θυμoς (< θυμός), πρβλ. οξύθυμος].