ηὐξάμην

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

French (Bailly abrégé)

v. εὔχομαι.

Greek Monotonic

ηὐξάμην: [ᾰ], αόρ. αʹ του εὔχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ηὐξάμην: и εὐξάμην aor. pass. к εὔχομαι.