θήλωμα

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

το θηλή
ιατρ. γενική ονομασία καλοηθών όγκων του δέρματος.