θαλλινώδης

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

θαλλινώδης, -ῶδες (Α)
(για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. -ώδης, πρβλ. ευώδης, τρομώδης].