μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
θαλλινώδης, -ῶδες (Α)(για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. -ώδης, πρβλ. ευώδης, τρομώδης].