θαλλόφυτα

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

τα
βοτ. διαίρεση παλαιότερων συστημάτων ταξινόμησης, η οποία περιλαμβάνει όλα τα φυτά που το φυτικό τους σώμα δεν διαφοροποιείται σε ρίζες, βλαστούς και φύλλα, είναι δηλ. θαλλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thallophyta < thallo- (πρβλ. θαλλός) + -phyta (πρβλ. φυτά)].