θανατοφοβία

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

η
παθολογικός, νοσηρός φόβος του θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thanatophobia < thanato- (πρβλ. θάνατος) + -phobia (πρβλ. φοβία < φόβος)].